- σκοίδος
- ὁ, Α(μακεδονική λ.)1. διοικητής ή διαχειριστής ή ταμίας2. προσωνυμία τού Διονύσου.[ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση τού τ. με το αρχ. ινδ. cheda «χωρισμός» και την οικογένεια τού σχίζω* παραμένει αμφίβολη. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το ρ. κοῶ «ακούω»].
Dictionary of Greek. 2013.